- σφίγξη
- η / σφίγξις, -εως, ΝΜΑ, και σφίξη, Ν [σφίγγω]1. στερεό δέσιμο, σύσφιγξη, σφίξιμο2. δυσκοιλιότητανεοελλ.1. κάθε είδους στενοχώρια ή ανάγκη, ιδίως οικονομική («έχω μεγάλη σφίξη τελευταία, θα μού δανείσεις το ποσό που σού ζήτησα;»)2. μεγάλη ανάγκη για αποπάτηση.
Dictionary of Greek. 2013.